Ευπρέπεια στα ολλανδικά
Μετάφραση: ευπρέπεια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fatsoen, goede zeden, het fatsoen, de goede zeden, fatsoensnormen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευπρέπεια
ευπρέπεια συνώνυμα, ευπρέπεια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευπρέπεια στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ευπαθής στα ολλανδικά - zwak, teer, zwakke, broos, broze
- ευπαρουσίαστος στα ολλανδικά - knap, personable, voorkomend, aardig, vriendelijk
- ευπρεπέστατα στα ολλανδικά - netjes, behoorlijk, efprepestata
- ευπρεπής στα ολλανδικά - geschikt, behoorlijk, gepast, keurig, betamelijk, fatsoenlijk, passend, ...
Τυχαίες λέξεις
Ευπρέπεια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: fatsoen, goede zeden, het fatsoen, de goede zeden, fatsoensnormen
Μεταφράσεις: fatsoen, goede zeden, het fatsoen, de goede zeden, fatsoensnormen