Ευρύχωρος στα δανικά

Μετάφραση: ευρύχωρος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
rummelig, store, funktionalitet, rummelige, rummeligt
Ευρύχωρος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευρύχωρος

ευρύχωρος συνώνυμα, ευρύχωρος λεξικό γλώσσας δανικά, ευρύχωρος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ευρετήριο στα δανικά - indeks, pegefinger, index, indekset, oversigt
  • ευρύς στα δανικά - udstrakt, bred, stor, brede, bredt, lang, omfattende
  • ευσέβεια στα δανικά - fromhed, gudfrygtighed, Gudsfrygt, Religiøsitet
  • ευσεβής στα δανικά - from, fromme, fromt, gudfrygtige, gudfrygtig
Τυχαίες λέξεις
Ευρύχωρος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: rummelig, store, funktionalitet, rummelige, rummeligt