Ευρύχωρος στα ισλανδικά
Μετάφραση: ευρύχωρος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rúmgott, rúmgóður, rúmgóð
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευρύχωρος
ευρύχωρος συνώνυμα, ευρύχωρος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ευρύχωρος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ευρετήριο στα ισλανδικά - Vísitala, vísitölu, vísitölunni, vísitalan, neysluverðs
- ευρύς στα ισλανδικά - viður, breiður, breið, breitt, víðtæk, víðtæka
- ευσέβεια στα ισλανδικά - rækt, forfeðravirðingar
- ευσεβής στα ισλανδικά - Pious, guðrækinn
Τυχαίες λέξεις
Ευρύχωρος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: rúmgott, rúmgóður, rúmgóð
Μεταφράσεις: rúmgott, rúmgóður, rúmgóð