Εύρημα στα δανικά

Μετάφραση: εύρημα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
opdagelse, finde, at finde, finder, find, med at finde
Εύρημα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εύρημα

αρχαιολογικό εύρημα, εύρημα συνωνυμο, εύρημα της αμφίπολης, πλασματικό εύρημα, εύρημα στα αγγλικά, εύρημα λεξικό γλώσσας δανικά, εύρημα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εύπιστος στα δανικά - godtroende, naive, blåøjet, blåøjede
  • εύπορος στα δανικά - rig, Thrifty, sparsommeligt, sparsommelige, sparsommelig, mådeholdende
  • εύρος στα δανικά - bredde, bredden, width, bredde på
  • εύσαρκος στα δανικά - korpulent, svær, korpulente, tyk, corpulent
Τυχαίες λέξεις
Εύρημα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: opdagelse, finde, at finde, finder, find, med at finde