Κάνω στα δανικά

Μετάφραση: κάνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lave, konstruere, producere, gøre, gør, do, at gøre
Κάνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κάνω

κάνω τον κόσμο ανάκατο, κάνω μια ευχή στίχοι, κάνω καμ μπακ, κάνω come back στίχοι, κάνω come back, κάνω λεξικό γλώσσας δανικά, κάνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κάμπος στα δανικά - klar, slette, enkel, tydelig, plain, almindeligt, almindelig, ...
  • κάμπτω στα δανικά - svinge, bøje, sving, Bend, bøjning, bøjningen
  • κάπα στα δανικά - cape, kappe, Kap, i Cape, forbjerget
  • κάπαρη στα δανικά - kapers, capers, krumspring
Τυχαίες λέξεις
Κάνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lave, konstruere, producere, gøre, gør, do, at gøre