Καβουρντίζω στα δανικά
Μετάφραση: καβουρντίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stege, stegt, brændt, ristede, ristet, brændte
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καβουρντίζω
καβουρντίζω αμύγδαλα, καβουρντίζω λεξικό γλώσσας δανικά, καβουρντίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- καβουράκι στα δανικά - krabbe, Kavourakia, Kavourakias
- καβουρδίζω στα δανικά - stege, stegt, roast, stegen, ristet
- καβούκι στα δανικά - bark, shell, skal, skallen, råtanken
- καγκελάριος στα δανικά - kansler, Chancellor, forbundskansler, kansleren
Τυχαίες λέξεις
Καβουρντίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stege, stegt, brændt, ristede, ristet, brændte
Μεταφράσεις: stege, stegt, brændt, ristede, ristet, brændte