Καβουρντίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: καβουρντίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мальки, смажитися, підсмажування, жаритися, реви, жарити, смажити, засмажити, смажений, смажена, смажену, смажене
Καβουρντίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καβουρντίζω

καβουρντίζω αμύγδαλα, καβουρντίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καβουρντίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • καβουράκι στα ουκρανικά - краб, невдача, рак, незручність, дратівливий, Kavourakia
  • καβουρδίζω στα ουκρανικά - реви, спекотне, печеня, жарке, жарку, жаркий
  • καβούκι στα ουκρανικά - міна, патрона, труну, патрон, минь, граната, оболонка, ...
  • καγκελάριος στα ουκρανικά - канцлер
Τυχαίες λέξεις
Καβουρντίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: мальки, смажитися, підсмажування, жаритися, реви, жарити, смажити, засмажити, смажений, смажена, смажену, смажене