Κασκόλ στα δανικά
Μετάφραση: κασκόλ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tørklæde, halstørklæde, scarf, tørklædet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κασκόλ
κασκόλ burberry, κασκόλ με τρύπες, κασκόλ πλέξιμο, κασκόλ κολιέ, κασκόλ ανδρικά, κασκόλ λεξικό γλώσσας δανικά, κασκόλ στα δανικά
Μεταφράσεις
- κασέτα στα δανικά - kassette, kassetten, cassette
- κασίδα στα δανικά - skæl, skællende, scurf
- κασμάς στα δανικά - plukke, kasmas
- κασμίρι στα δανικά - cashmere, kashmir, fløjl
Τυχαίες λέξεις
Κασκόλ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tørklæde, halstørklæde, scarf, tørklædet
Μεταφράσεις: tørklæde, halstørklæde, scarf, tørklædet