Κασκόλ στα ολλανδικά

Μετάφραση: κασκόλ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sjaal, scarf, hoofddoek, sjaal van
Κασκόλ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κασκόλ

κασκόλ burberry, κασκόλ με τρύπες, κασκόλ πλέξιμο, κασκόλ κολιέ, κασκόλ ανδρικά, κασκόλ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κασκόλ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κασέτα στα ολλανδικά - cassette, band, de cassette
  • κασίδα στα ολλανδικά - korst, schilfertje, de reductie, scurf, schooier
  • κασμάς στα ολλανδικά - knabbelen, keur, keus, afrukken, optie, afkluiven, afbreken, ...
  • κασμίρι στα ολλανδικά - kasjmier, cashmere, van kasjmier, fluweel, kasjmieren
Τυχαίες λέξεις
Κασκόλ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: sjaal, scarf, hoofddoek, sjaal van