Κατάπληξη στα δανικά
Μετάφραση: κατάπληξη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bestyrtelse, forfærdelse, bestyrtet, forfærdet
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατάπληξη
κατάπληξη λεξικό, κατάπληξη συνώνυμα, κατάπληξη λεξικό γλώσσας δανικά, κατάπληξη στα δανικά
Μεταφράσεις
- κατάλυμα στα δανικά - lejlighed, samtykke, bolig, indkvartering, indkvarteringer, overnatning, overnatningssted
- κατάλυση στα δανικά - katalyse, katalysen
- κατάρα στα δανικά - forbandelse, forbandelsen, forbande
- κατάργηση στα δανικά - afskaffelse, ophævelse, afskaffelsen, ophævelsen, afskaffe
Τυχαίες λέξεις
Κατάπληξη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bestyrtelse, forfærdelse, bestyrtet, forfærdet
Μεταφράσεις: bestyrtelse, forfærdelse, bestyrtet, forfærdet