Κατάπληξη στα ολλανδικά

Μετάφραση: κατάπληξη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
consternatie, ontsteltenis, ontzetting, verbijstering, ontsteld
Κατάπληξη στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάπληξη

κατάπληξη λεξικό, κατάπληξη συνώνυμα, κατάπληξη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κατάπληξη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατάλυμα στα ολλανδικά - huisvesting, modificatie, aanpassing, woning, onderkomen, onderdak, logies, ...
  • κατάλυση στα ολλανδικά - ruiming, eliminatie, afschaffing, vernietiging, annulering, ontbinding, katalyse, ...
  • κατάρα στα ολλανδικά - vloek, vervloeking, de vloek, vervloeken
  • κατάργηση στα ολλανδικά - afschaffing, ruiming, eliminatie, vernietiging, ontbinding, annulering, opheffing, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατάπληξη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: consternatie, ontsteltenis, ontzetting, verbijstering, ontsteld