Κατάπληξη στα λιθουανικά

Μετάφραση: κατάπληξη, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šokas, smūgis, Sumišimas, Konsternacja, Osłupienie, Przerażenie, Samulsums
Κατάπληξη στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάπληξη

κατάπληξη λεξικό, κατάπληξη συνώνυμα, κατάπληξη λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κατάπληξη στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • κατάλυμα στα λιθουανικά - būstas, Apgyvendinimas, apgyvendinimo, apgyvendinimo įstaigų, Nakvynė
  • κατάλυση στα λιθουανικά - katalizės, katalizė, katalizę, katalazės, catalysis
  • κατάρα στα λιθουανικά - prakeikimas, prakeiksmas, prakeikimu, prakeikimą, prakeikti
  • κατάργηση στα λιθουανικά - panaikinimas, panaikinimo, panaikinti, panaikinus, panaikinimą
Τυχαίες λέξεις
Κατάπληξη στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: šokas, smūgis, Sumišimas, Konsternacja, Osłupienie, Przerażenie, Samulsums