Κατάστημα στα δανικά

Μετάφραση: κατάστημα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
butik, shop, butikken, forretning, shoppen
Κατάστημα στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάστημα

κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος, κατάστημα forthnet, κατάστημα γερμανός, κατάστημα κωτσόβολος, κατάστημα αθλητικών ειδών, κατάστημα λεξικό γλώσσας δανικά, κατάστημα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κατάσκοπος στα δανικά - spion, Spy
  • κατάσταση στα δανικά - stand, opgivelse, tilstand, betingelse, forfatning, erklæring, forhold, ...
  • κατάστρωμα στα δανικά - dæk, dækket, deck, terrasse
  • κατάσχω στα δανικά - gribe, vil binde, som vil binde
Τυχαίες λέξεις
Κατάστημα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: butik, shop, butikken, forretning, shoppen