Κατάστημα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κατάστημα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
loja, loja de, da loja, oficina, loja do
Κατάστημα στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάστημα

κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος, κατάστημα forthnet, κατάστημα γερμανός, κατάστημα κωτσόβολος, κατάστημα αθλητικών ειδών, κατάστημα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κατάστημα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κατάσκοπος στα πορτογαλικά - jorros, espião, espiã, Spy, espionagem, de espionagem
  • κατάσταση στα πορτογαλικά - acondicionar, carácter, condição, circunstância, lugar, estabelecer, situação, ...
  • κατάστρωμα στα πορτογαλικά - plataforma, coberta, convés, decisão, baralho, pavimento, deck de
  • κατάσχω στα πορτογαλικά - prender, segregar, confiscar, penhorar, apreenda, tomar, seqüestrar, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατάστημα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: loja, loja de, da loja, oficina, loja do