Κατευνάζω στα δανικά
Μετάφραση: κατευνάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
balsam, salve, tranquilize, beroligende, beroligende medikamenter, virke beroligende, beroligende på
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατευνάζω
κατευνάζω τα πνεύματα, κατευθύνω συνωνυμο, κατευθύνω βικιλεξικο, κατευνάζω συνώνυμα, κατευνάζω αντωνυμο, κατευνάζω λεξικό γλώσσας δανικά, κατευνάζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- κατεδαφίζω στα δανικά - rase
- κατεργάζομαι στα δανικά - forløb, procedure, metode, proces, katergazomai
- κατεύθυνση στα δανικά - ledelse, retning, retningen, retninger
- κατηγορία στα δανικά - reklamation, anklage, sigtelse, læs, kategori, kategorien, i kategorien, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατευνάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: balsam, salve, tranquilize, beroligende, beroligende medikamenter, virke beroligende, beroligende på
Μεταφράσεις: balsam, salve, tranquilize, beroligende, beroligende medikamenter, virke beroligende, beroligende på