Κολλιτσίδα στα δανικά
Μετάφραση: κολλιτσίδα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
burre, burren, skræppe
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολλιτσίδα
κολλιτσίδα παρενεργειες, κολλιτσίδα ρίζα, κολλιτσίδα φυτο ιδιοτητεσ, κολλιτσίδα βικιπαιδεια, κολλιτσίδα βοτανο, κολλιτσίδα λεξικό γλώσσας δανικά, κολλιτσίδα στα δανικά
Μεταφράσεις
- κολλητικός στα δανικά - klistret, klæbrig, smitsom, infektiøs, infektiøse, infektiøst, infektioes
- κολλητός στα δανικά - nær, lukke, kammerat, fyr, Dude
- κολλώ στα δανικά - lim, klister, klistre, lime, stick, pind, stok, ...
- κολλώδης στα δανικά - klæbrig, klistret, sticky, klæbrige, klæbende
Τυχαίες λέξεις
Κολλιτσίδα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: burre, burren, skræppe
Μεταφράσεις: burre, burren, skræppe