Κολλιτσίδα στα ουκρανικά
Μετάφραση: κολλιτσίδα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лопух, листок лопуха, лопуха
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολλιτσίδα
κολλιτσίδα παρενεργειες, κολλιτσίδα ρίζα, κολλιτσίδα φυτο ιδιοτητεσ, κολλιτσίδα βικιπαιδεια, κολλιτσίδα βοτανο, κολλιτσίδα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κολλιτσίδα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κολλητικός στα ουκρανικά - заразливий, клейкий, липкий, заразливість, інфекція, зараза, зараження, ...
- κολλητός στα ουκρανικά - скупій, приятель, скупий, щільний, скритий, відокремлений, чувак
- κολλώ στα ουκρανικά - склеїти, дотримуватися, притримуватись, припій, паяти, клеїти, запаяти, ...
- κολλώδης στα ουκρανικά - липкий, клейкий
Τυχαίες λέξεις
Κολλιτσίδα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: лопух, листок лопуха, лопуха
Μεταφράσεις: лопух, листок лопуха, лопуха