Κολλιτσίδα στα ολλανδικά

Μετάφραση: κολλιτσίδα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
klit, burdock, klis, kliswortel, hoefblad
Κολλιτσίδα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κολλιτσίδα

κολλιτσίδα παρενεργειες, κολλιτσίδα ρίζα, κολλιτσίδα φυτο ιδιοτητεσ, κολλιτσίδα βικιπαιδεια, κολλιτσίδα βοτανο, κολλιτσίδα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κολλιτσίδα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κολλητικός στα ολλανδικά - aanstekelijk, besmettelijk, verpestend, kleverig, plakkerig, besmettelijke, infectieuze, ...
  • κολλητός στα ολλανδικά - besluiten, dichtdoen, naast, sluiten, dichtbij, maat, dichtmaken, ...
  • κολλώ στα ολλανδικά - soldeersel, kleefstof, soldeer, kit, kleefmiddel, lijm, stok, ...
  • κολλώδης στα ολλανδικά - plakkerig, kleverig, kleverige, sticky, plakkerige
Τυχαίες λέξεις
Κολλιτσίδα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: klit, burdock, klis, kliswortel, hoefblad