Κολλιτσίδα στα πολωνικά
Μετάφραση: κολλιτσίδα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
łopian, łopianu, burdock
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολλιτσίδα
κολλιτσίδα παρενεργειες, κολλιτσίδα ρίζα, κολλιτσίδα φυτο ιδιοτητεσ, κολλιτσίδα βικιπαιδεια, κολλιτσίδα βοτανο, κολλιτσίδα λεξικό γλώσσας πολωνικά, κολλιτσίδα στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- κολλητικός στα πολωνικά - paskudny, zaraźliwy, czepliwy, samoprzylepny, zakaźny, mazisty, infekcyjny, ...
- κολλητός στα πολωνικά - zewrzeć, zamykać, kumpel, kończyć, przyjaźń, zakończyć, nieprzejezdny, ...
- κολλώ στα πολωνικά - klajster, lutowanie, przylegać, zlutować, trzymać, spajać, sklejać, ...
- κολλώδης στα πολωνικά - czepny, czepliwy, lepki, mazisty, duszny, parny, paskudny, ...
Τυχαίες λέξεις
Κολλιτσίδα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: łopian, łopianu, burdock
Μεταφράσεις: łopian, łopianu, burdock