Κραταιός στα δανικά
Μετάφραση: κραταιός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mægtige, mægtig, vældige, mægtigt, vældig
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κραταιός
κραταιός ορισμός, κραταιός ετυμολογία, κανονιοφόρος κραταιός, κραταιός λεξικό γλώσσας δανικά, κραταιός στα δανικά
Μεταφράσεις
- κρατήρας στα δανικά - krater, krateret, crater
- κρατίδιο στα δανικά - land, erklære, tilstand, provins, stat, Land, delstaten, ...
- κρατημένος στα δανικά - Held, Afholdt, Tilbageholdte, Holdt, indehaves
- κρατώ στα δανικά - bevare, holde, støtte, få, beholde, hold, holder, ...
Τυχαίες λέξεις
Κραταιός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mægtige, mægtig, vældige, mægtigt, vældig
Μεταφράσεις: mægtige, mægtig, vældige, mægtigt, vældig