Κυριαρχία στα δανικά
Μετάφραση: κυριαρχία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
suverænitet, højhedsområde, suveræniteten, hoejhedsomraade
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυριαρχία
κυριαρχία ταινία, κυριαρχία 2014, κυριαρχία τζόνι ντεπ, κυριαρχία ετερότητα δικαιώματα, κυριαρχία johnny depp, κυριαρχία λεξικό γλώσσας δανικά, κυριαρχία στα δανικά
Μεταφράσεις
- κυρίαρχος στα δανικά - suveræn, suveræne, suverænt, statslig, selvstændig
- κυρίως στα δανικά - hovedsagelig, hovedsageligt, primært, især, navnlig
- κυριαρχώ στα δανικά - overmaster
- κυριολεκτικά στα δανικά - bogstaveligt, bogstaveligt talt, bogstavelig talt, ordret, bogstaveligste forstand
Τυχαίες λέξεις
Κυριαρχία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: suverænitet, højhedsområde, suveræniteten, hoejhedsomraade
Μεταφράσεις: suverænitet, højhedsområde, suveræniteten, hoejhedsomraade