Κυριαρχία στα τσεχικά

Μετάφραση: κυριαρχία, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nadvláda, doména, území, svrchovanost, oblast, panství, suverenita, vláda, převaha, obor, svrchovanosti, suverenitu, suverenity
Κυριαρχία στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κυριαρχία

κυριαρχία ταινία, κυριαρχία 2014, κυριαρχία τζόνι ντεπ, κυριαρχία ετερότητα δικαιώματα, κυριαρχία johnny depp, κυριαρχία λεξικό γλώσσας τσεχικά, κυριαρχία στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • κυρίαρχος στα τσεχικά - výsostný, suverén, svrchovaný, panovník, vládce, výnos, nařízení, ...
  • κυρίως στα τσεχικά - zejména, hlavně, především, převážně, většinou
  • κυριαρχώ στα τσεχικά - převládat, vévodit, panovat, vládnout, ovládat, dominovat, přemoci
  • κυριολεκτικά στα τσεχικά - doslova, doslovně
Τυχαίες λέξεις
Κυριαρχία στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: nadvláda, doména, území, svrchovanost, oblast, panství, suverenita, vláda, převaha, obor, svrchovanosti, suverenitu, suverenity