Λιθοβολώ στα δανικά

Μετάφραση: λιθοβολώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
klippe, sten, pelt, skindet, skind, pels, skindets
Λιθοβολώ στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιθοβολώ

λιθοβολώ λεξικό γλώσσας δανικά, λιθοβολώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • λιγοστός στα δανικά - få, mager, beskedne, magre, sparsomme, sølle
  • λιγόλογος στα δανικά - fåmælt, fåmælte, tavs, ordknap, ordknappe
  • λιθοστρώνω στα δανικά - flikke, Cobble, brostensbelagte, brosten, i Cobble
  • λικνίζομαι στα δανικά - svinge, liknizomai
Τυχαίες λέξεις
Λιθοβολώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: klippe, sten, pelt, skindet, skind, pels, skindets