Λιθοβολώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: λιθοβολώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rotsblok, edelsteen, steen, edelgesteente, aarden, rots, vacht, huid, Pelt, pels, vel
Λιθοβολώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιθοβολώ

λιθοβολώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λιθοβολώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • λιγοστός στα ολλανδικά - sprietig, weinig, mager, schraal, magere, schamele, karige
  • λιγόλογος στα ολλανδικά - zwijgzaam, zwijgzame, taciturn, stil, zwijgend
  • λιθοστρώνω στα ολλανδικά - bestraten, plaveien, lappen, cobble, flansen, keien, kasseistrook
  • λικνίζομαι στα ολλανδικά - zwieren, slingeren, zwiepen, zwaaien, liknizomai
Τυχαίες λέξεις
Λιθοβολώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: rotsblok, edelsteen, steen, edelgesteente, aarden, rots, vacht, huid, Pelt, pels, vel