Ματαιώνω στα δανικά

Μετάφραση: ματαιώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
afbestille, annullere, annullerer, annulleres, aflyse
Ματαιώνω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ματαιώνω

ματαιώνω συνώνυμα, ματαιώνω λεξικό γλώσσας δανικά, ματαιώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ματαιόδοξος στα δανικά - forgæves, forfængelig, indbildsk, indbildske, opblæst
  • ματαιότητα στα δανικά - forfængelighed, ubrugelighed, unyttige, uselessness, er unødvendigt, formålsløse
  • ματιά στα δανικά - se, ser, kigge, at se, så
  • ματώνω στα δανικά - bløder, bløde, bleed, at bløde, udlufte
Τυχαίες λέξεις
Ματαιώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: afbestille, annullere, annullerer, annulleres, aflyse