Ματαιώνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ματαιώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abortar, aborto, névoa, despistar, neblina, cancelar, cancelar a, cancelar o, cancele, anular
Ματαιώνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ματαιώνω

ματαιώνω συνώνυμα, ματαιώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ματαιώνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ματαιόδοξος στα πορτογαλικά - vaidoso, frívolo, aspirador, fútil, estéril, inútil, vão, ...
  • ματαιότητα στα πορτογαλικά - inutilidade, uselessness, a inutilidade
  • ματιά στα πορτογαλικά - olhar, alegria, veja, olhe, olhar para, ver
  • ματώνω στα πορτογαλικά - sangrar, sangramento, sangram, sangra, sangro
Τυχαίες λέξεις
Ματαιώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: abortar, aborto, névoa, despistar, neblina, cancelar, cancelar a, cancelar o, cancele, anular