Μαύρισμα στα δανικά

Μετάφραση: μαύρισμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sortfarvning, sværtning, blackening, mørkfarvning, deres sværtning
Μαύρισμα στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαύρισμα

μαύρισμα με σπρέι, μαύρισμα με αερογράφο, μαύρισμα νυχιών, μαύρισμα με αερογράφο θεσσαλονίκη, μαύρισμα με ζαχαροκάλαμο, μαύρισμα λεξικό γλώσσας δανικά, μαύρισμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μαόνι στα δανικά - mahogni, Mahogany, af mahogni, mahogny
  • μαύλισμα στα δανικά - orgie, udsvævelser, maflisma
  • μαύρος στα δανικά - sort, sorte, black
  • με στα δανικά - jeg, med, hos, mig, til, i
Τυχαίες λέξεις
Μαύρισμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sortfarvning, sværtning, blackening, mørkfarvning, deres sværtning