Μαύρισμα στα ουκρανικά

Μετάφραση: μαύρισμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кора, дубити, затемнення
Μαύρισμα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαύρισμα

μαύρισμα με σπρέι, μαύρισμα με αερογράφο, μαύρισμα νυχιών, μαύρισμα με αερογράφο θεσσαλονίκη, μαύρισμα με ζαχαροκάλαμο, μαύρισμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μαύρισμα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μαόνι στα ουκρανικά - червоне дерево, цінна деревина, цінну деревину
  • μαύλισμα στα ουκρανικά - нездержливість, п'янство, викривлення, пияцтво, гниття, запроданство, розпуста, ...
  • μαύρος στα ουκρανικά - чорний, чорношкірий, негр, чорного, чорна
  • με στα ουκρανικά - зачарування, з, із, за, с, до
Τυχαίες λέξεις
Μαύρισμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: кора, дубити, затемнення