Μαύρισμα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: μαύρισμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
doméstico, curtir, amansar, escurecimento, enegrecimento, enegrecendo, blackening, denegrir
Μαύρισμα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαύρισμα

μαύρισμα με σπρέι, μαύρισμα με αερογράφο, μαύρισμα νυχιών, μαύρισμα με αερογράφο θεσσαλονίκη, μαύρισμα με ζαχαροκάλαμο, μαύρισμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μαύρισμα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • μαόνι στα πορτογαλικά - mogno, Mahogany, de mogno, em mogno, o mogno
  • μαύλισμα στα πορτογαλικά - orgia, corrupção, bacanal, maflisma
  • μαύρος στα πορτογαλικά - negro, preto, preta, negra, branco
  • με στα πορτογαλικά - com, bruxa, talvez, com o, com a, de
Τυχαίες λέξεις
Μαύρισμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: doméstico, curtir, amansar, escurecimento, enegrecimento, enegrecendo, blackening, denegrir