Μαύρισμα στα λιθουανικά
Μετάφραση: μαύρισμα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pajuodinant, pajuodinimas, patamsėti, patamsėjimas užkrėtimo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαύρισμα
μαύρισμα με σπρέι, μαύρισμα με αερογράφο, μαύρισμα νυχιών, μαύρισμα με αερογράφο θεσσαλονίκη, μαύρισμα με ζαχαροκάλαμο, μαύρισμα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μαύρισμα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- μαόνι στα λιθουανικά - raudonmedis, raudonmedžio, raudonmedžio ir, demonstracinėje raudonmedžio, svietenija
- μαύλισμα στα λιθουανικά - orgija, korupcija, maflisma
- μαύρος στα λιθουανικά - juoda, juodas, juodos, juodi, juodai
- με στα λιθουανικά - su, ir, kartu su, pas, nuo
Τυχαίες λέξεις
Μαύρισμα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pajuodinant, pajuodinimas, patamsėti, patamsėjimas užkrėtimo
Μεταφράσεις: pajuodinant, pajuodinimas, patamsėti, patamsėjimas užkrėtimo