Μαύρισμα στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: μαύρισμα, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оцрнуваат, го оцрнуваат
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαύρισμα
μαύρισμα με σπρέι, μαύρισμα με αερογράφο, μαύρισμα νυχιών, μαύρισμα με αερογράφο θεσσαλονίκη, μαύρισμα με ζαχαροκάλαμο, μαύρισμα λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, μαύρισμα στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- μαόνι στα σλαβομακεδονικά - махагони, махагон, од махагони, махагони и, има махагони
- μαύλισμα στα σλαβομακεδονικά - maflisma
- μαύρος στα σλαβομακεδονικά - црна, црн, црно, црни, Црното
- με στα σλαβομακεδονικά - мејн, со, во
Τυχαίες λέξεις
Μαύρισμα στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: оцрнуваат, го оцрнуваат
Μεταφράσεις: оцрнуваат, го оцрнуваат