Μειώνω στα δανικά
Μετάφραση: μειώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nedsætte, forkorte, afkorte, at forkorte
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μειώνω
μειώνω συνώνυμα, μειώνω στα γαλλικά, μειώνω στα αγγλικά, μειώνω το ενεργειακό μου αποτύπωμα, μειώνω επαναχρησιμοποιώ ανακυκλώνω, μειώνω λεξικό γλώσσας δανικά, μειώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- μειοψηφία στα δανικά - minoritet, mindretal, mindretals, mindretallet
- μειώνομαι στα δανικά - dråbe, falde, tår, aftagende, retur, aftage, daler, ...
- μελάνι στα δανικά - blæk, blækket, ink, trykfarve
- μελέτη στα δανικά - disciplin, studium, studere, undersøgelse, studie, undersøgelsen, studiet
Τυχαίες λέξεις
Μειώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nedsætte, forkorte, afkorte, at forkorte
Μεταφράσεις: nedsætte, forkorte, afkorte, at forkorte