Μετριάζω στα δανικά
Μετάφραση: μετριάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
humør, BATE, pyr, til BATE, er BATE, sommer BATE
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μετριάζω
μετριάζω συνωνυμο, μετριάζω τι σημαίνει, μετριάζω συνώνυμα, μετριάζω λεξικό γλώσσας δανικά, μετριάζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- μετρητά στα δανικά - kontant, kontanter, cash, penge, kontante
- μετρητής στα δανικά - meter, skranke, kontra, counter, tæller, tælleren
- μετρικός στα δανικά - metrisk, metriske, metrik, parameter, metersystemet
- μετριοπάθεια στα δανικά - moderation, mådehold, moderate, afdæmpning, moderate mængder
Τυχαίες λέξεις
Μετριάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: humør, BATE, pyr, til BATE, er BATE, sommer BATE
Μεταφράσεις: humør, BATE, pyr, til BATE, er BATE, sommer BATE