Μετριάζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: μετριάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вдача, темперамент, тельфер, настрій, загартувати, модеми, лють, гнів, лютість, ярость
Μετριάζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μετριάζω

μετριάζω συνωνυμο, μετριάζω τι σημαίνει, μετριάζω συνώνυμα, μετριάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μετριάζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μετρητά στα ουκρανικά - каш, інкасувати, гроші, готівка, касовий, готівкові, готівку, ...
  • μετρητής στα ουκρανικά - розтоплений, калібр, метрологія, вимірювати, розмір, метеори, лічильник, ...
  • μετρικός στα ουκρανικά - метри, метрика, метрику
  • μετριοπάθεια στα ουκρανικά - помірність, поміркованість, помірності, стриманість
Τυχαίες λέξεις
Μετριάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вдача, темперамент, тельфер, настрій, загартувати, модеми, лють, гнів, лютість, ярость