Μοκέτα στα δανικά
Μετάφραση: μοκέτα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tæppe, tæpper, moquette, moquette Kan, stoftapeter, moquette-
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μοκέτα
μοκέτα διάδρομος, μοκέτα για παιδικό δωμάτιο, μοκέτα με το μέτρο, μοκέτα τιμή, μοκέτα πλακάκι, μοκέτα λεξικό γλώσσας δανικά, μοκέτα στα δανικά
Μεταφράσεις
- μοιχικός στα δανικά - utro, utugtige, utroskab, af utroskab
- μοιχός στα δανικά - ægteskabsbryder, Horkarlen, ægteskabsbryderen, Horkarlens, part i sagen
- μολάρω στα δανικά - Molar, Mol, molært, molære, molær
- μολονότι στα δανικά - selv, selvom, selv om, skønt
Τυχαίες λέξεις
Μοκέτα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tæppe, tæpper, moquette, moquette Kan, stoftapeter, moquette-
Μεταφράσεις: tæppe, tæpper, moquette, moquette Kan, stoftapeter, moquette-