Μοκέτα στα ουκρανικά

Μετάφραση: μοκέτα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
устеляти, килим, мокет
Μοκέτα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μοκέτα

μοκέτα διάδρομος, μοκέτα για παιδικό δωμάτιο, μοκέτα με το μέτρο, μοκέτα τιμή, μοκέτα πλακάκι, μοκέτα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μοκέτα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μοιχικός στα ουκρανικά - перелюбний, перелюбне
  • μοιχός στα ουκρανικά - перелюбник
  • μολάρω στα ουκρανικά - послабити, вільно, молярний
  • μολονότι στα ουκρανικά - хоч, хоча, однак
Τυχαίες λέξεις
Μοκέτα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: устеляти, килим, мокет