Μοκέτα στα ολλανδικά
Μετάφραση: μοκέτα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tapijten, karpet, tapijt, kleed, vloerkleed, moquette, van moquette
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μοκέτα
μοκέτα διάδρομος, μοκέτα για παιδικό δωμάτιο, μοκέτα με το μέτρο, μοκέτα τιμή, μοκέτα πλακάκι, μοκέτα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μοκέτα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μοιχικός στα ολλανδικά - overspelig, overspelige, adulterous, overspel, de overspelige
- μοιχός στα ολλανδικά - echtbreker, overspelige, overspeler, overspelers, overspelige man
- μολάρω στα ολλανδικά - kies, molaire, Molar, mol, molair
- μολονότι στα ολλανδικά - hoewel, ofschoon, wel, alhoewel, al, maar
Τυχαίες λέξεις
Μοκέτα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: tapijten, karpet, tapijt, kleed, vloerkleed, moquette, van moquette
Μεταφράσεις: tapijten, karpet, tapijt, kleed, vloerkleed, moquette, van moquette