Μολύβι στα δανικά

Μετάφραση: μολύβι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
blyant, blyanten, pencil
Μολύβι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μολύβι

μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, μολύβι ματιών, μολύβι φρυδιών mac, μολύβι temolino, μολύβι χειλιών, μολύβι λεξικό γλώσσας δανικά, μολύβι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μολυβής στα δανικά - gusten, ligbleg, rasende, bleg, gustent
  • μολυσματικός στα δανικά - infektiøse, smitsom, infektive, smitsomt, inficeret
  • μολύνω στα δανικά - smitte, inficere, inficerer, at inficere, infektion
  • μομφή στα δανικά - bebrejdelse, bebrejde, Forhaanelse, Forsmædelse, Skændsel
Τυχαίες λέξεις
Μολύβι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: blyant, blyanten, pencil