Μολύβι στα ολλανδικά
Μετάφραση: μολύβι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
potlood, pot lood, pencil, pen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μολύβι
μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, μολύβι ματιών, μολύβι φρυδιών mac, μολύβι temolino, μολύβι χειλιών, μολύβι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μολύβι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μολυβής στα ολλανδικά - razend, livid, woedend, doodsbleek, woest
- μολυσματικός στα ολλανδικά - infectieuze, besmettelijk, besmettelijke, infectieus, infectieve
- μολύνω στα ολλανδικά - verpesten, besmetten, infecteren, aansteken, te infecteren, besmet, te besmetten
- μομφή στα ολλανδικά - verwijt, verwijten, schande, smaad, smaadheid
Τυχαίες λέξεις
Μολύβι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: potlood, pot lood, pencil, pen
Μεταφράσεις: potlood, pot lood, pencil, pen