Μονοκόμματος στα δανικά
Μετάφραση: μονοκόμματος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ét stykke, et stykke, i ét stykke, en brik, i et stykke
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μονοκόμματος
μονοκόμματος συνώνυμα, μονοκόμματος λεξικό γλώσσας δανικά, μονοκόμματος στα δανικά
Μεταφράσεις
- μοναχικός στα δανικά - isoleret, eneste, ensom, alene, ensomme, lonely, ensomt
- μοναχός στα δανικά - alene, munk, Friar, Munken, munk fra, Broder
- μονομαχία στα δανικά - duel, Duel og, duellen, duel med, Duel og fik
- μονοπάτι στα δανικά - sti, vej, angrebet, stien, i angrebet
Τυχαίες λέξεις
Μονοκόμματος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ét stykke, et stykke, i ét stykke, en brik, i et stykke
Μεταφράσεις: ét stykke, et stykke, i ét stykke, en brik, i et stykke