Μονοκόμματος στα ουκρανικά

Μετάφραση: μονοκόμματος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
різкий, брутальний, тупий, грубий, один, одна, одне, одну, одного
Μονοκόμματος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μονοκόμματος

μονοκόμματος συνώνυμα, μονοκόμματος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μονοκόμματος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μοναχικός στα ουκρανικά - індивідуаліст, самотній, лондонець, одинокий, я Одинокий, самотня
  • μοναχός στα ουκρανικά - один, самотній, сам, виключно, одні, єдиний, монах, ...
  • μονομαχία στα ουκρανικά - поєдинок, двобій
  • μονοπάτι στα ουκρανικά - путь, слід, стежка, прокладати, шлях, стежина, колія, ...
Τυχαίες λέξεις
Μονοκόμματος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: різкий, брутальний, тупий, грубий, один, одна, одне, одну, одного