Μπουκέτο στα δανικά
Μετάφραση: μπουκέτο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
blomsterbuket, buket, bouquet, buketten
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπουκέτο
μπουκέτο μπαλόνια πάτρα, μπουκέτο λουλούδια, μπουκέτο μπαλόνια θεσσαλονίκη, μπουκέτο μπαλόνια νέα ερυθραία, μπουκέτο με λουλούδια, μπουκέτο λεξικό γλώσσας δανικά, μπουκέτο στα δανικά
Μεταφράσεις
- μπορώ στα δανικά - kunne, kande, dåse, kan, kan for, muligt
- μπουκάλι στα δανικά - flaske, flasken, flasker, flaskens
- μπουκαπόρτα στα δανικά - luge, lugen, serveringslem, vippedør, hatch
- μπουκιά στα δανικά - mundfuld, stor mundfuld
Τυχαίες λέξεις
Μπουκέτο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: blomsterbuket, buket, bouquet, buketten
Μεταφράσεις: blomsterbuket, buket, bouquet, buketten