Οδοντικός στα δανικά

Μετάφραση: οδοντικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
dental, tandlæge, tand, dentale, dentalt
Οδοντικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οδοντικός

οδοντικός τύπος ανθρώπου, οδοντικός φραγμός, οδοντικός πολφός, οδοντικός πόνος, οδοντικός λεξικό γλώσσας δανικά, οδοντικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • οδοιπορία στα δανικά - marts, march, marchen, marcherende, fremmarch
  • οδοντίατρος στα δανικά - tandlæge, tandlægen
  • οδυνηρά στα δανικά - smerteligt, smertefuldt, smertelig, pinligt, pinefuldt
  • οδυνηρός στα δανικά - smertelig, smertefulde, smertefuld, smertefuldt, ondt, smertelige
Τυχαίες λέξεις
Οδοντικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: dental, tandlæge, tand, dentale, dentalt