Οδοντικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: οδοντικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dental, dentária, dentário, odontológico, odontológica
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδοντικός
οδοντικός τύπος ανθρώπου, οδοντικός φραγμός, οδοντικός πολφός, οδοντικός πόνος, οδοντικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, οδοντικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- οδοιπορία στα πορτογαλικά - marcha, março, março de, de Março, de Março de
- οδοντίατρος στα πορτογαλικά - denso, dentista, do dentista, o dentista
- οδυνηρά στα πορτογαλικά - dolorosamente, dolorosa, penosamente, doloroso
- οδυνηρός στα πορτογαλικά - terrível, abominável, doloroso, repugnante, dor, acabrunhar, mal, ...
Τυχαίες λέξεις
Οδοντικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: dental, dentária, dentário, odontológico, odontológica
Μεταφράσεις: dental, dentária, dentário, odontológico, odontológica