Οικτρός στα δανικά

Μετάφραση: οικτρός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bedrøvet, fattig, ynkelig, ynkværdige, ynkeligt, jammerlig, ynkelige
Οικτρός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικτρός

οικτρός λεξικό γλώσσας δανικά, οικτρός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • οικοσημολογία στα δανικά - heraldik, blazonry
  • οικοσύστημα στα δανικά - økosystem, økosystemet, økosystemer, økosystembaseret
  • οικόσημο στα δανικά - højdepunkt, våbenskjold, våben, rigsvåben, våbenskjoldet, heraldisk
  • οινόπνευμα στα δανικά - alkohol, ånd, ånden, Aand
Τυχαίες λέξεις
Οικτρός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bedrøvet, fattig, ynkelig, ynkværdige, ynkeligt, jammerlig, ynkelige