Ομελέτα στα δανικά
Μετάφραση: ομελέτα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
omelet, æggekage, omelette
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ομελέτα
ομελέτα φούρνου, ομελέτα με λαχανικά, ομελέτα με πατάτες, ομελέτα με πατάτες στο φούρνο, ομελέτα συνταγή, ομελέτα λεξικό γλώσσας δανικά, ομελέτα στα δανικά
Μεταφράσεις
- ομαλά στα δανικά - normalt, der normalt, normalt er, normal, sædvanligvis
- ομαλός στα δανικά - fast, regelmæssig, regulær, plain, almindeligt, almindelig, klart, ...
- ομιλία στα δανικά - tale, indlæg, talen
- ομιλητής στα δανικά - højttaler, taler, højtaler, højttaleren, taleren
Τυχαίες λέξεις
Ομελέτα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: omelet, æggekage, omelette
Μεταφράσεις: omelet, æggekage, omelette