Οχυρό στα δανικά

Μετάφραση: οχυρό, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
højborg, fæstning, styrkeposition, bastion, borg
Οχυρό στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οχυρό

οχυρό του ρούπελ, οχυρό ιστίμπεη, οχυρό μασάντα, οχυρό ραφήνας, οχυρό λίσσε, οχυρό λεξικό γλώσσας δανικά, οχυρό στα δανικά

Μεταφράσεις

  • οχετός στα δανικά - kloakledning, afløb, dræne, tagrende, tømme, drænes, tømmes
  • οχιά στα δανικά - viper, hugorm, Øgle
  • οχύρωση στα δανικά - befæstning, berigelse, fæstning, forstærkning, berigelse af
  • ούγια στα δανικά - Selvage, Ægkant, bræmme, Ã
Τυχαίες λέξεις
Οχυρό στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: højborg, fæstning, styrkeposition, bastion, borg