Οχυρό στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: οχυρό, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тврдината, упориште, упориштето, тврдина, упоришта, упориште на
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οχυρό
οχυρό του ρούπελ, οχυρό ιστίμπεη, οχυρό μασάντα, οχυρό ραφήνας, οχυρό λίσσε, οχυρό λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, οχυρό στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- οχετός στα σλαβομακεδονικά - исцеди, се исцеди, потрошувачка, одвод, мозоци
- οχιά στα σλαβομακεδονικά - Viper, змија, вајпер
- οχύρωση στα σλαβομακεδονικά - фортификација, фортификациски, укрепување, тврдина, бедем
- ούγια στα σλαβομακεδονικά - кенар
Τυχαίες λέξεις
Οχυρό στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: тврдината, упориште, упориштето, тврдина, упоришта, упориште на
Μεταφράσεις: тврдината, упориште, упориштето, тврдина, упоришта, упориште на