Παράγω στα δανικά
Μετάφραση: παράγω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
producere, formere, avle, formere sig, forplante, formerer
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παράγω
παράγω παράξω, παράγω αόριστος, παράγω αντώνυμο, παράγω ετυμολογία, παράγω κλίση, παράγω λεξικό γλώσσας δανικά, παράγω στα δανικά
Μεταφράσεις
- παράγοντας στα δανικά - faktor, faktoren, element, forhold
- παράγραφος στα δανικά - afsnit, stk, punkt, præmis, stykke
- παράγωγος στα δανικά - derivat, derivatet, afledte, afledt
- παράγων στα δανικά - agent, repræsentant, middel, stof, agenten
Τυχαίες λέξεις
Παράγω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: producere, formere, avle, formere sig, forplante, formerer
Μεταφράσεις: producere, formere, avle, formere sig, forplante, formerer