Παράγω στα τούρκικα
Μετάφραση: παράγω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yapmak, üretmek, yaratmak, üreme, yavrulamak, üremeye
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παράγω
παράγω παράξω, παράγω αόριστος, παράγω αντώνυμο, παράγω ετυμολογία, παράγω κλίση, παράγω λεξικό γλώσσας τούρκικα, παράγω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- παράγοντας στα τούρκικα - komisyoncu, öğe, simsar, eleman, faktör, faktörü, faktördür, ...
- παράγραφος στα τούρκικα - bent, paragraf, fıkra, paragrafı, fıkrası, paragrafın
- παράγωγος στα τούρκικα - türev, türevi, türevinin, türevidir, türevini
- παράγων στα τούρκικα - ajan, komisyoncu, maddesi, ajanı, danışmanı, aracısı
Τυχαίες λέξεις
Παράγω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yapmak, üretmek, yaratmak, üreme, yavrulamak, üremeye
Μεταφράσεις: yapmak, üretmek, yaratmak, üreme, yavrulamak, üremeye